- λυκαυγής
- -ές (AM λυκαυγής, -ές)1. αυτός που φέγγει ελάχιστα, που φωτίζει αμυδρά2. το ουδ. ως ουσ. το λυκαυγέςτο χρονικό διάστημα λίγο πριν από την ανατολή τού ηλίου, καθώς και το διάχυτο φως που υπάρχει στην ατμόσφαιρα αυτή την ώρα («οὐδ' ἡμέρα πάνυ λαμπρά, ἀλλὰ καθάπερ τὸ λυκαυγὲς ἤδη πρὸς ἕω», Λουκιαν.)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. μτφ. το ξεκίνημα μιας περιόδου («το λυκαυγές τής ζωής» — η πρώτη νεότητα, η εφηβική ηλικία)αρχ.το ουδ. ως ουσ. το σούρουπο, το σουρούπωμα, το λυκόφως («σκότος ἔχουσαν [τὴν νύκτα] ἐλαφρὸν καὶ λυκαυγὲς ἀπὸ δυσμῶν περιλαμπόμενον», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < *λύκη «χάραμα, ξημέρωμα» + -αυγής, -ές (< αὐγή ή < αμάρτυρο *αὖγος), πρβλ. κυαν-αυγής, πυρ-αυγής].
Dictionary of Greek. 2013.